αποναρκώνω

αποναρκώνω
[-ώ (ο)] μετ.
1) прям. перен. усыплять; 2) наркотизировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αποναρκώνω" в других словарях:

  • αποναρκώνω — (Μ ἀποναρκῶ, όω, Α ἀποναρκοῡμαι, όομαι) νεοελλ. ναρκώνω κάποιον αρχ. μσν. είμαι εντελώς ναρκωμένος ή μουδιασμένος …   Dictionary of Greek

  • αποναρκώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ρίχνω κάποιον σε βαθύ ύπνο, κάνω κάποιον αναίσθητο: Πριν εγχειρήσουν τον άρρωστο τον απονάρκωσαν. 2. καθησυχάζω δόλια κάποιον, τον αποκοιμίζω: Ύπουλα τον απονάρκωνε όλα αυτά τα χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποχαυνώνω — (Μ ἀποχαυνῶ, όω) καθιστώ κάποιον χαύνο, άτονο, αποναρκώνω …   Dictionary of Greek

  • εκπηγνύω — (AM ἐκπηγνύω, Α και ἐκπήγνυμι) νεοελλ. μπήγω, καρφώνω κάτι σε μια επιφάνεια αρχ. Ι. 1. καθιστώ κάτι τελείως στερεό 2. αποναρκώνω II. ( ομαι) 1. πήζω 2. παγώνω, γίνομαι πάγος …   Dictionary of Greek

  • αποκαρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αποναρκώνω, αποχαυνώνω: Η ζέστη τον είχε αποκαρώσει. Ουσ. αποκάρωση, η και αποκάρωμα, το ατος, αποχαύνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»